- γαϊτανάς
- οαυτός που κατασκευάζει γαϊτάνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαϊτανάς — ο 1. αυτός που πλέκει ή πουλά γαϊτάνια 2. αυτός που διακοσμεί τις άκρες υφασμάτων με γαϊτάνια 3. ειρων. ο δεκανέας … Dictionary of Greek